- πιγούνι
- το-ιού, το κάτω σαγόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιγούνι — το / πηγούνιν, ΝΜ, και πηγούνι Ν το μέρος τής κάτω σιαγόνας που προεξέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουγούνιν < πωγώνιον, υποκορ. τού πώγων με παρετυμολογική επίδραση τού ἐπί (πρβλ. πιρούνι < περόνιον). Η γρφ. τής λ. με η δεν θεωρείται σωστή] … Dictionary of Greek
ακρογένειος — ἀκρογένειος, ον (Α) αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + γένειον «πιγούνι»] … Dictionary of Greek
γένυς — ( υος), η (Α) 1. η κάτω γνάθος, το σαγόνι 2. πληθ. αἱ γένυες η άνω και η κάτω γνάθος, τα σαγόνια 3. μάγουλο 4. η κόψη τού τσεκουριού 5. το τσεκούρι 6. το άκρο τού αγκιστριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρ. λ. που δηλώνει ένα μέρος τού σώματος και… … Dictionary of Greek
γνάθος — Κάθε ένα από τα δύο οστά, στα οποία βρίσκονται τα δόντια. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γ. Η άνω γ. αποτελείται από δύο ημιμόρια, το δεξί και το αριστερό, που συνοστεώνονται κατά τη μέση γραμμή. Αποτελούν το κυριότερο μέρος του σκελετού του… … Dictionary of Greek
λακκοπίγουνος — λακκοπίγουνος, ον και λακκοπιγουνᾱτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει λακκάκι στο πιγούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πιγούνι] … Dictionary of Greek
πώγων — ωνος, ο, ΝΜΑ 1. γένι, γένειο («τὸν πώγωνα ξύρεσθαι», Χρυσ. Στωικ.) 2. πιγούνι 3. ως κύριο όν. Πώγων φυσικός λιμένας που σχηματίζεται μεταξύ τών νοτιοδυτικών ακτών τής νήσου Πόρου και τών απέναντι ακτών τής Τροιζηνίας («ἐς γὰρ Πώγωνα τὸν… … Dictionary of Greek
αινογένειος — αἰνογένειος, ον (Α) αυτός που έχει τρομερά σαγόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γένειος < γένειον «το πιγούνι» < γένος] … Dictionary of Greek
ακρόκομος — ἀκρόκομος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή τής κεφαλής 2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι 3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή 4. φρ. «ἀκρόκομοι… … Dictionary of Greek
γενιά — Το σύνολο των τριχών που φυτρώνουν στα μάγουλα και στο πιγούνι των ανδρών. Δεν είναι εξακριβωμένη η εποχή κατά την οποία ο άνθρωπος άρχισε να ξυρίζεται, αλλά τα αιγυπτιακά μνημεία των πρώτων δυναστειών που απεικονίζουν πρόσωπα τελείως ξυρισμένα… … Dictionary of Greek
γναθμός — γναθμός, ο (Α) σαγόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράλληλο τ. του γνάθος* και απαντά στην ποίηση. Ανάγεται σε IE *gon∂dh < *ĝenu «πιγούνι» + επίθημα μος, πιθ. αναλογικά προς τα λαιμός, βρεχμός, οφθαλμός] … Dictionary of Greek